-
1 ἀπαλλάσσω
A- ξω Isoc.5.52
: [tense] pf.ἀπήλλᾰχα X.Mem. 3.13.6
: [tense] aor.ἀπήλλαξα Hdt.1.16
, Ar.V. 1537, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf.ἀπήλλαγμαι Id. Pax 1128
, Isoc.5.49, [dialect] Ion.ἀπάλλαγμαι Hdt.2.144
, 167: [tense] aor. ἀπηλλάχθην, [dialect] Ion.ἀπαλλ- Id.2.152
, etc.; in [dialect] Att. ἀπηλλάγην [ᾰ] as always in Prose; also in Trag. (for the most part metri gr., cf. however S.Ant. 422, El. 783 (v.l.), E.Ph. 592 (v.l.), Andr. 592): [tense] fut.ἀπαλλαχθήσομαι Id.Hipp. 356
, Ar.Av. 940; in Prose,ἀπαλλαγήσομαι Th. 4.28
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. (in pass. sense)ἀπαλλάξομαι Hdt.7.122
, E. Hel. 437, Th.8.83, etc.: [tense] aor.ἀπαηλλάξαντο E.Heracl. 317
, cf. Plu. Cat.Mi.64.A. [voice] Act., set free, deliver from a thing,παιδίον δυσμορφίης Hdt. 6.61
; τινὰ πόνων, κακῶν, A.Eu.83, Pr. 773;τινὰ ἐκ γόων S.El. 292
;ἐκ φόβου καὶ κακῶν And.1.59
: c. acc. only, release, S.Ant. 596, etc.;κόπος μ' ἀ. Id.Ph. 880
.2 put away from, remove from, τί τινος, as ἀ. γῆς πρόσωπον, φρενῶν ἔρωτα, E.Med.27, Hipp. 774 (lyr.);σφαγῆς χεῖρα IT 994
;χρυσὸν χερός Hec. 1222
; ἀ. τινά τινος take away or remove from one, Ar.Ec. 1046;τινὰ ἀπὸ τῆς πολιορκίας D.C.43.32
.3 c. acc. only, put away, remove, τι E.Hec. 1068, Pl.Prt. 354d, etc.; μύθοις ἔργ' ἀ. κακά do away ill by words, E.Fr.282.26; get rid of creditors, And. 1.122;τοὺς χρήστας Is.5.28
; get rid of an opponent, by fair means or foul, D.24.37;ἀ. τοὺς κατηγόρους Lys.29.1
;τοὺς Πελοποννησίους ἐκ τῆς χώρας Th.8.48
; dismiss, send away,τινά Id.1.90
; remove or displace from an office, ib. 129;ἀ. τοὺς ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας Plu. Lyc.11
; also, make away with, destroy, Thphr.HP9.15.2;ἑαυτόν Plu.Cat.Mi.70
; bring to an end, .4 in Law, give a release, discharge, D.36.25, cf. 37.1;τοὺς δανείσαντας ἀ. 34.22
, cf. PTeb.315.16 (ii A.D.); discharge a debt, D.C.59.1, etc.:—so in [voice] Pass., Id.51.17.II intr., get off free, escape, esp. with an Adv. added, ῥηιδίως, χαλεπῶς ἀ., Hp.VM10,20, cf. X.Cyr.4.1.5;ὁ στόλος οὕτως ἀ.
came off, ended,Hdt.
5.63, cf. A.Ag. 1288, E.Med. 786;οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξεν Hdt.1.16
;κάκιον ἀ. Pl.R. 491d
, cf. Men.Epit. 199;καταγελάστως ἀ. Aeschin.2.38
;ἀλυσιτελῶς ἀ. Thphr.Char.8.11
; ἀλύπως ἀ. get along well, PPetr.3p.58: with part. or Adj., χαίρωνἀ. Hdt.3.69
;ἀθῷοι ἀ. Pl.Sph. 254d
, etc.: c. gen., depart from, (dub.l.); ; soπῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ; X.Mem.3.13.6
; in respect of..,Diph.
73.B. [voice] Pass. and [voice] Med., to be set free or released from a thing, get rid of it,ἀπαλλαχθέντας δουλοσύνης Hdt.1.170
;τυράννων Id.5.78
;τῶν παρεόντων κακῶν Id.2.120
; ; ; ; ;Κλέωνος Th.4.28
;τῆς κακουχίας ἐπὶ τὴν αὑτοῦ σκηνήν Plb.5.15.6
.2 get off, escape, mostly with some Adj. or Adv. added (as in [voice] Act. 11),ῥηιδίως ἀ. Hp.VM3
;ἀγῶνος ἀ. καλῶς E.Heracl. 346
; ἀζήμιος ἀπαλλαγῆναι, ἀπαλλάττεσθαι, Ar.Pl. 271, Pl.Lg. 721d.3 abs., to be acquitted, D.22.39.4 of a point under discussion, to be dismissed as settled,τοῦτο ἀπήλλακται μὴ.. τὸ φίλον φίλον εἶναι Pl.Ly. 220b
, cf. Phlb. 67a.II remove, depart from, ἐκ τῆς χώρης, ἐξ Αἰγύπτου, Hdt.1.61,2.139, al.;μαντικῶν μυχῶν A.Eu. 180
;γῆς ἀπαλλάσσεσθαι πόδα E.Med. 729
;δόξης, δέους Th.2.42
;ἀ. παρά τινος Aeschin.1.78
; depart, go away,ἐς τὴν ἑωυτοῦ Hdt.1.82
, al.;ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ Id.9.11
, cf. 5.64;πρὸς χώραν Pl.Lg. 938a
: abs., Hdt.2.93, al., Aen. Tact.10.19, 15.9.2 ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ βίου depart from life, E.Hel. 102, Hipp. 356;βίου ἀπαλλαγὴν ἀ. Pl.R. 496e
; freq. without τοῦ βίου, depart, die, E.Heracl. 1000, Pl.Phd. 81c, etc.3ἀ. λέχους
to be divorced,E.
Andr. 592;ἀ. γυναῖκά τε ἀπ' ἀνδρὸς καὶ τὸν ἄνδρα ἀπὸ γυναικός Pl.Lg. 868d
.5ἀ. ἐκ παίδων
become a man,Aeschin.
1.40.6 to be removed from, free from the imputation of, ἀπηλλαγμένος εὐηθίης many removes from folly, Hdt.1.60;ξυμφορῶν Th.1.122
;αἰσχύνης Id.3.63
: c. inf., κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπήλλακτο was not far from judging adequately, Id.1.138.b πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός far inferior to him, Hdt.2.144.7 depart from, leave off from,τῶν μακρῶν λόγων S.El. 1335
; ;ἀ. λημμάτων
give up the pursuit of..,D.
3.33; οὐκ ἀπήλλακται γραφικῆς is not averse from.., Luc.Salt.35.b abs., have done, cease, of things, S.Ant. 422;ὅταν ἡ μέθη ἀπαλλαγῇ Arist.MM 1202a3
.c throw up one's case, give up a prosecution, D.21.151,198.d c. part., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι speak and be done withit, Pl.Grg. 491c, cf.Tht. 183c; ;ἀπαλλάχθητι πυρώσας E. Cyc. 600
: also in part., with a Verb, οὐκοῦν ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; make haste and begone, S.Ant. 244.8 to depart from enmity, i.e. to be reconciled, settle a dispute,πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg. 915c
: abs., ib. 768c.9 recover from an ailment, Aret.SD1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαλλάσσω
-
2 διπλασιασμός
διπλᾰσι-ασμός, ὁ,II Gramm., the Ionic doubling of consonants, as in τόσσος, EM68.47, Eust.73.3, etc.b reduplication, A.D.Synt.323.6.III in Tactics, doubling of front, Ascl. Tact.10.18, etc.; of Numbers, ib.17, etc.IV in Anatomy, cross-action of muscles, Gal.18(2).974.V = δίπλωσις 11, PHolm.1.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλασιασμός
См. также в других словарях:
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek
πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
Μέναιχμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ναύπακτος ανδριαντοποιός (5oς; αι. π.Χ.). Θεωρείται σύγχρονος του Σικυώνιου Κάναχου και του Αιγινίτη Κάλλωνα. Αναφέρεται μόνο από τον Παυσανία (Z’ Αχ. 18,10), ο οποίος και μας πληροφορεί ότι κατασκεύασε, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Δήλιον πρόβλημα — Το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου. Ονομάστηκε Δήλιον από το νησί Δήλος, στους κατοίκους του οποίου δόθηκε χρησμός από το μαντείο των Δελφών να διπλασιάσουν έναν βωμό του Απόλλωνα, που είχε σχήμα κύβου. Από γεωμετρική άποψη, το Δ.π. είναι… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… … Dictionary of Greek